Ετυμολογία

επεξεργασία
testamento < testament + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική testamento testamentoj
αιτιατική testamenton testamentojn

testamento (eo)

la Malnova Testamento, η Παλαιά Διαθήκη
la Nova Testamento, η Καινή Διαθήκη