Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνομολογώ < αρχαία ελληνική συνομολογέω / συνομολογῶ

  Ρήμα επεξεργασία

συνομολογώ (παθητική φωνή: συνομολογούμαι)

  1. (λόγιο) συμφωνώ και παραδέχομαι τα ίδια πράγματα με κάποιον άλλο
  2. (νομικός όρος) συνάπτω συμφωνία ενώπιον συμβολαιογράφου
  3. (πολιτική) συνάπτω (διακρατική) συμφωνία ή συνθήκη

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

διομολογώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία