συνομολογούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυνομολογούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος συνομολογώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνομολογούμαι | συνομολογούμουν | θα συνομολογούμαι | να συνομολογούμαι | ||
β' ενικ. | συνομολογείσαι | συνομολογούσουν | θα συνομολογείσαι | να συνομολογείσαι | ||
γ' ενικ. | συνομολογείται | συνομολογούνταν | θα συνομολογείται | να συνομολογείται | ||
α' πληθ. | συνομολογούμαστε | συνομολογούμασταν συνομολογούμαστε |
θα συνομολογούμαστε | να συνομολογούμαστε | ||
β' πληθ. | συνομολογείστε | συνομολογούσασταν συνομολογούσαστε |
θα συνομολογείστε | να συνομολογείστε | συνομολογείστε | |
γ' πληθ. | συνομολογούνται | συνομολογούνταν | θα συνομολογούνται | να συνομολογούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνομολογήθηκα | θα συνομολογηθώ | να συνομολογηθώ | συνομολογηθεί | ||
β' ενικ. | συνομολογήθηκες | θα συνομολογηθείς | να συνομολογηθείς | συνομολογήσου | ||
γ' ενικ. | συνομολογήθηκε | θα συνομολογηθεί | να συνομολογηθεί | |||
α' πληθ. | συνομολογηθήκαμε | θα συνομολογηθούμε | να συνομολογηθούμε | |||
β' πληθ. | συνομολογηθήκατε | θα συνομολογηθείτε | να συνομολογηθείτε | συνομολογηθείτε | ||
γ' πληθ. | συνομολογήθηκαν συνομολογηθήκαν(ε) |
θα συνομολογηθούν(ε) | να συνομολογηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συνομολογηθεί | είχα συνομολογηθεί | θα έχω συνομολογηθεί | να έχω συνομολογηθεί | συνομολογημένος | |
β' ενικ. | έχεις συνομολογηθεί | είχες συνομολογηθεί | θα έχεις συνομολογηθεί | να έχεις συνομολογηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συνομολογηθεί | είχε συνομολογηθεί | θα έχει συνομολογηθεί | να έχει συνομολογηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συνομολογηθεί | είχαμε συνομολογηθεί | θα έχουμε συνομολογηθεί | να έχουμε συνομολογηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συνομολογηθεί | είχατε συνομολογηθεί | θα έχετε συνομολογηθεί | να έχετε συνομολογηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συνομολογηθεί | είχαν συνομολογηθεί | θα έχουν συνομολογηθεί | να έχουν συνομολογηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνομολογούμαι
|