Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνομολογημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνομολογημέν
ος
η
συνομολογημέν
η
το
συνομολογημέν
ο
γενική
του
συνομολογημέν
ου
της
συνομολογημέν
ης
του
συνομολογημέν
ου
αιτιατική
τον
συνομολογημέν
ο
τη
συνομολογημέν
η
το
συνομολογημέν
ο
κλητική
συνομολογημέν
ε
συνομολογημέν
η
συνομολογημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνομολογημέν
οι
οι
συνομολογημέν
ες
τα
συνομολογημέν
α
γενική
των
συνομολογημέν
ων
των
συνομολογημέν
ων
των
συνομολογημέν
ων
αιτιατική
τους
συνομολογημέν
ους
τις
συνομολογημέν
ες
τα
συνομολογημέν
α
κλητική
συνομολογημέν
οι
συνομολογημέν
ες
συνομολογημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συνομολογημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
συνομολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνομολογημένος