Ετυμολογία

επεξεργασία
διομολογώ < αρχαία ελληνική διομολογέω

διομολογώ (παθητική φωνή: διομολογούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία