Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διομολογώ < αρχαία ελληνική διομολογέω

  Ρήμα επεξεργασία

διομολογώ (παθητική φωνή: διομολογούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία