Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποχρεμπτικός η αποχρεμπτική το αποχρεμπτικό
      γενική του αποχρεμπτικού της αποχρεμπτικής του αποχρεμπτικού
    αιτιατική τον αποχρεμπτικό την αποχρεμπτική το αποχρεμπτικό
     κλητική αποχρεμπτικέ αποχρεμπτική αποχρεμπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποχρεμπτικοί οι αποχρεμπτικές τα αποχρεμπτικά
      γενική των αποχρεμπτικών των αποχρεμπτικών των αποχρεμπτικών
    αιτιατική τους αποχρεμπτικούς τις αποχρεμπτικές τα αποχρεμπτικά
     κλητική αποχρεμπτικοί αποχρεμπτικές αποχρεμπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχρεμπτικός < αρχαία ελληνική άποχρέμπτομαι + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αποχρεμπτικός, -ή, -ό

  1. που συντελεί στην απόχρεμψη, την εξαγωγή φλεγμάτων
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αποχρεμπτικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία