↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποχρεμπτικό τα αποχρεμπτικά
      γενική του αποχρεμπτικού των αποχρεμπτικών
    αιτιατική το αποχρεμπτικό τα αποχρεμπτικά
     κλητική αποχρεμπτικό αποχρεμπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποχρεμπτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αποχρεμπτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποχρεμπτικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αποχρεμπτικό