Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειρομάλαξη οι χειρομαλάξεις
      γενική της χειρομάλαξης* των χειρομαλάξεων
    αιτιατική τη χειρομάλαξη τις χειρομαλάξεις
     κλητική χειρομάλαξη χειρομαλάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χειρομαλάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειρομάλαξη < χειρο- + (καθαρεύουσα) μάλαξις[1] (μάλαξη) < ελληνιστική κοινή μάλαξις < αρχαία ελληνική μαλάσσω < μαλακός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mlh₂ekos < *melh₂- (μαλακός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çi.ɾoˈma.la.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χει‐ρο‐μά‐λα‐ξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειρομάλαξη θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία