χειρομαλάκτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειρομαλάκτρια < χειρομαλάκτης + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειρομαλάκτρια[1] θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του χειρομαλάκτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ χειρομαλάκτρια - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)