μαλάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαλάζω < μαλάσσω στην καθαρεύουσα και στη μεσαιωνική <αρχαία ελληνική μαλάσσω και στην αττική (μαλάκττω)μαλάττω
Ρήμα
επεξεργασίαμαλάζω
- τρίβω απαλά ένα ένα μέλος που πονάει, του κάνω μασάζ, σαν να ζυμώνω απαλά χωρίς να σφίγγω τα δαχτυλα
- μαλακώνω
- ※ Ύστερα πάσχισε με το γλυκό να μαλάξει το θυμό του Μιχάλαρου. (Κωστής Μπαστιάς Καβο-Μαλιάς [διήγημα])
- (παρωχημένο) πασπατεύω