Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαλάζω < μαλάσσω στην καθαρεύουσα και στη μεσαιωνική <αρχαία ελληνική μαλάσσω και στην αττική (μαλάκττω)μαλάττω

  Ρήμα επεξεργασία

μαλάζω

  1. τρίβω απαλά ένα ένα μέλος που πονάει, του κάνω μασάζ, σαν να ζυμώνω απαλά χωρίς να σφίγγω τα δαχτυλα
  2. μαλακώνω
    ※  Ύστερα πάσχισε με το γλυκό να μαλάξει το θυμό του Μιχάλαρου. (Κωστής Μπαστιάς Καβο-Μαλιάς [διήγημα])
  3. (παρωχημένο) πασπατεύω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία