Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζυμομύκητας οι ζυμομύκητες
      γενική του ζυμομύκητα των ζυμομυκήτων
    αιτιατική τον ζυμομύκητα τους ζυμομύκητες
     κλητική ζυμομύκητα ζυμομύκητες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζυμομύκητας < ζύμ(η) + -ο- + μύκητας < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Hefepilz[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zi.moˈmi.ci.tas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζυ‐μο‐μύ‐κη‐τας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζυμομύκητας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία