↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σακχαρομύκητας οι σακχαρομύκητες
      γενική του σακχαρομύκητα των σακχαρομυκήτων
    αιτιατική τον σακχαρομύκητα τους σακχαρομύκητες
     κλητική σακχαρομύκητα σακχαρομύκητες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σακχαρομύκητας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική saccharomyces < saccharo- + myces < ελληνιστική κοινή σάκχαρον + αρχαία ελληνική μύκης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σακχαρομύκητας αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία