πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μύκης οἱ μύκητες
      γενική τοῦ μύκητος τῶν μυκήτων
      δοτική τῷ μύκητ τοῖς μύκησ(ν)
    αιτιατική τὸν μύκητ τοὺς μύκητᾰς
     κλητική ! μύκης μύκητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μύκητε
γεν-δοτ τοῖν  μυκήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία