Δείτε επίσης: ζαχαρώδης
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σακχαρώδης η σακχαρώδης το σακχαρώδες
      γενική του σακχαρώδους της σακχαρώδους του σακχαρώδους
    αιτιατική τον σακχαρώδη τη σακχαρώδη το σακχαρώδες
     κλητική σακχαρώδη(ς) σακχαρώδης σακχαρώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σακχαρώδεις οι σακχαρώδεις τα σακχαρώδη
      γενική των σακχαρωδών των σακχαρωδών των σακχαρωδών
    αιτιατική τους σακχαρώδεις τις σακχαρώδεις τα σακχαρώδη
     κλητική σακχαρώδεις σακχαρώδεις σακχαρώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σακχαρώδης < σάκχαρο + -ώδης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sak.xaˈɾo.ðis/

  Επίθετο

επεξεργασία

σακχαρώδης, -ης, -ες

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία