Δείτε επίσης: σακχαρώδης
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαχαρώδης η ζαχαρώδης το ζαχαρώδες
      γενική του ζαχαρώδους της ζαχαρώδους του ζαχαρώδους
    αιτιατική τον ζαχαρώδη τη ζαχαρώδη το ζαχαρώδες
     κλητική ζαχαρώδη(ς) ζαχαρώδης ζαχαρώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαχαρώδεις οι ζαχαρώδεις τα ζαχαρώδη
      γενική των ζαχαρωδών των ζαχαρωδών των ζαχαρωδών
    αιτιατική τους ζαχαρώδεις τις ζαχαρώδεις τα ζαχαρώδη
     κλητική ζαχαρώδεις ζαχαρώδεις ζαχαρώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαχαρώδης < σακχαρώδης < σάκχαρ(ο) + -ώδης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /za.xaˈɾo.ðis/

  Επίθετο

επεξεργασία

ζαχαρώδης, -ης, -ες

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία