Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dəʊ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dough (en)

  • (μη μετρήσιμο, ενικός) η ζύμη, το ζυμάρι
    ⮡  bread/cookie/pie dough - ζύμη για ψωμί/για μπισκότα/για πίτα
    ⮡  Take pieces of dough and shape them into little balls.
    Παίρνετε κομμάτια ζύμης και τα πλάθετε σε μπαλάκια.
    ⮡  Knead the dough well and roll it out into thick sheets.
    Ζυμώνετε καλά τη ζύμη και την ανοίγετε σε χοντρά φύλλα.