dough
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdough (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η ζύμη, το ζυμάρι
- ↪ bread/cookie/pie dough - ζύμη για ψωμί/για μπισκότα/για πίτα
- ↪ Take pieces of dough and shape them into little balls.
- Παίρνετε κομμάτια ζύμης και τα πλάθετε σε μπαλάκια.
- ↪ Knead the dough well and roll it out into thick sheets.
- Ζυμώνετε καλά τη ζύμη και την ανοίγετε σε χοντρά φύλλα.