abaissant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- abaissant < abaisser
Επίθετο
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abaissant | abaissants |
θηλυκό | abaissante | abaissantes |
abaissant (fr)