dégradant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dégradant | dégradants |
θηλυκό | dégradante | dégradantes |
Επίθετο
επεξεργασίαdégradant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dégradant | dégradants |
θηλυκό | dégradante | dégradantes |
dégradant (fr)