avilissant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | avilissant | avilissants |
θηλυκό | avilissante | avilissantes |
Επίθετο επεξεργασία
avilissant (fr)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη avilir
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | avilissant | avilissants |
θηλυκό | avilissante | avilissantes |
avilissant (fr)