opprobre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- opprobre < λατινική opprobrium
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
opprobre | opprobres |
opprobre (fr)
- η αισχύνη
- ο εξευτελισμός, η ταπείνωση, η ατίμωση, το όνειδος