Ετυμολογία

επεξεργασία
opprobre < λατινική opprobrium

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.pʁɔbʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
opprobre opprobres

opprobre (fr)

  1. η αισχύνη
     συνώνυμα: honte, vergogne
  2. ο εξευτελισμός, η ταπείνωση, η ατίμωση, το όνειδος
     συνώνυμα: avilissement, déshonneur, ignominie