Ετυμολογία

επεξεργασία

vergogne < λατινική verecundia

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɛʁ.ɡɔɲ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vergogne vergognes

vergogne (fr) θηλυκό