ενικός         πληθυντικός  
déshonneur déshonneurs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

déshonneur (fr) αρσενικό

  1. η ατίμωση, η απώλεια της τιμής, η ατιμία, το όνειδος
  2. η ατίμωση, το αίτιο που προκαλεί την απώλεια της τιμής

Συγγενικά

επεξεργασία