Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξευτελισμένος η εξευτελισμένη το εξευτελισμένο
      γενική του εξευτελισμένου της εξευτελισμένης του εξευτελισμένου
    αιτιατική τον εξευτελισμένο την εξευτελισμένη το εξευτελισμένο
     κλητική εξευτελισμένε εξευτελισμένη εξευτελισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξευτελισμένοι οι εξευτελισμένες τα εξευτελισμένα
      γενική των εξευτελισμένων των εξευτελισμένων των εξευτελισμένων
    αιτιατική τους εξευτελισμένους τις εξευτελισμένες τα εξευτελισμένα
     κλητική εξευτελισμένοι εξευτελισμένες εξευτελισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξευτελισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εξευτελίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.kse.fte.liˈzme.nos/

  Μετοχή επεξεργασία

εξευτελισμένος αρσενικό (εξευτελισμένη θηλυκό, εξευτελισμένο ουδέτερο)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία