Δείτε επίσης: ευτελής
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὐτελής τὸ εὐτελές
      γενική τοῦ/τῆς εὐτελοῦς τοῦ εὐτελοῦς
      δοτική τῷ/τῇ εὐτελεῖ τῷ εὐτελεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐτελ τὸ εὐτελές
     κλητική ! εὐτελές εὐτελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐτελεῖς τὰ εὐτελ
      γενική τῶν εὐτελῶν τῶν εὐτελῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐτελέσ(ν) τοῖς εὐτελέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐτελεῖς τὰ εὐτελ
     κλητική ! εὐτελεῖς εὐτελ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐτελεῖ τὼ εὐτελεῖ
      γεν-δοτ τοῖν εὐτελοῖν τοῖν εὐτελοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐτελής < εὐ- + τέλος (αξία)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ευτελής

  Επίθετο

επεξεργασία

εὐτελής, -ής, -ές

  1. φτηνός
  2. που έχει μικρή αξία
  3. ο απλός
  4. φειδωλός, οικονόμος