ρυπαρογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρυπαρογραφία < ρυπαρογράφος + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρυπαρογραφία θηλυκό
- το να γράφει κάποιος ρυπαρογραφήματα
- άλλη μορφή του ρυπαρογράφημα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ρυπαρογράφος, ρυπαρός και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρυπαρογραφία
|