↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νιτρορύπανση οι νιτρορυπάνσεις
      γενική της νιτρορύπανσης των νιτρορυπάνσεων
    αιτιατική τη νιτρορύπανση τις νιτρορυπάνσεις
     κλητική νιτρορύπανση νιτρορυπάνσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νιτρορύπανση < νίτρ(ο) + -ο- + ρύπανση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νιτρορύπανση θηλυκό

  • (οικολογία) η απόρριψη σε υδάτινο περιβάλλον αζωτούχων ενώσεων
    ※  Οι κύριες πηγές νιτρορύπανσης προέρχονται κατά κύριο λόγο από ανθρωπογενείς δραστηριότητες. Τη σημαντικότερη πηγή νιτρορύπανσης αποτελούν οι πάσης φύσεως αγροτικές δραστηριότητες, γεωργικές και κτηνοτροφικές. Η υπέρμετρη χρήση αζωτούχων λιπασμάτων με σκοπό τη βελτίωση της παραγωγής έχει ως αποτέλεσμα την παρουσία υψηλών συγκεντρώσεων νιτρικών ενώσεων στο υπέδαφος. (*)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • νιτρορύπανσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία