Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ρυπαίνομαι, π.αόρ.: ρυπάνθηκα, μτχ.π.π.: ρυπασμένος, (ενεργ.: ρυπαίνω)