↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρυπασμένος η ρυπασμένη το ρυπασμένο
      γενική του ρυπασμένου της ρυπασμένης του ρυπασμένου
    αιτιατική τον ρυπασμένο τη ρυπασμένη το ρυπασμένο
     κλητική ρυπασμένε ρυπασμένη ρυπασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρυπασμένοι οι ρυπασμένες τα ρυπασμένα
      γενική των ρυπασμένων των ρυπασμένων των ρυπασμένων
    αιτιατική τους ρυπασμένους τις ρυπασμένες τα ρυπασμένα
     κλητική ρυπασμένοι ρυπασμένες ρυπασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρυπασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ρυπαίνω

ρυπασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία