λερός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λερός < αρχαία ελληνική ὀλερός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
λερός -ή -ό
- Θάνατος οι λεροί ασήμαντοι δρόμοι (Κ.Καρυωτάκης)
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λέρα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λερός
λερός -ή -ό