Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός astonishing
συγκριτικός more astonishing
υπερθετικός most astonishing

astonishing (en)

  • εκπληκτικός, που προκαλεί πολύ έκπληξη, δύσκολο να το πιστέψω
    ⮡  astonishing results/astonishing revelations - εκπληκτικά αποτελέσματα/εκπληκτικές αποκαλύψεις
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη surprising

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

astonishing (en)