μπαρμπέρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαρμπέρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπαρμπιέρης < (άμεσο δάνειο) ιταλική barbiere
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /baɾˈbe.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπαρ‐μπέ‐ρης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαρμπέρης αρσενικό
- (επάγγελμα) ο κουρέας του παλιού καιρού, που εκτός από το κούρεμα και το ξύρισμα αναλάμβανε να βγάζει και δόντια και να περιποιείται μικροτραύματα
Άλλες μορφές
επεξεργασία- μπερμπέρης (σπάνιο, από τουρκική)
Συγγενικά
επεξεργασία- Μπαρμπέρης (επώνυμο)
- μπαρμπεριάτικα
- μπαρμπέρικο
- μπαρμπερίζω (λαϊκό, παρωχημένο)