κουρέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κουρέας | οι | κουρείς |
γενική | του | κουρέα | των | κουρέων |
αιτιατική | τον | κουρέα | τους | κουρείς |
κλητική | κουρέα | κουρείς | ||
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουρέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κουρεύς [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουρέας αρσενικό
- (κομμωτική, επάγγελμα) ο επαγγελματίας που κουρεύει άντρες ή τους ξυρίζει
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουρέας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κουρέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
ΣτΕ: Αντίθετα, Ο Γεώργιος Παπαναστασίου (2010, Katharevousa@academia, σελ.230.υποσημείωση) διαφωνεί με την άποψη του Ευάγγελου Πετρούνια (που συνέταξε τις ετυμολογίες στο Λεξικό «Τριανταφυλλίδη») ότι είναι λόγιο διαχρονικό δάνειο, θεωρώντας το κληρονομημένη λέξη.