ενικός         πληθυντικός  
barber barbers

Ουσιαστικό

επεξεργασία

barber (fr)

  1. (οικείο) ενοχλώ
    je n'ai pas envie de lire ce bouquin, ça me barbe !
    δεν έχω όρεξη να διαβάσω αυτό το βιβλίο, μου τη δίνει