Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
barber
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Παράγωγα
1.2
Πηγές
2
Γαλλικά
(fr)
2.1
Προφορά
2.2
Ρήμα
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
barber
barbers
Ουσιαστικό
επεξεργασία
barber
(en)
(
κομμωτική
,
επάγγελμα
)
ο
κουρέας
το
κουρείο
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
barber shop
Παράγωγα
επεξεργασία
barber shop
Πηγές
επεξεργασία
barber
-
Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
baʁ.be
/
Ρήμα
επεξεργασία
barber
(fr)
(
οικείο
)
ενοχλώ
je n'ai pas envie de lire ce bouquin, ça me
barbe
!
δεν έχω όρεξη να διαβάσω αυτό το βιβλίο,
μου τη δίνει