barber
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
barber | barbers |
Ουσιαστικό επεξεργασία
barber (en)
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
barber (fr)
- (οικείο) ενοχλώ
- je n'ai pas envie de lire ce bouquin, ça me barbe !
- δεν έχω όρεξη να διαβάσω αυτό το βιβλίο, μου τη δίνει
- je n'ai pas envie de lire ce bouquin, ça me barbe !