Δείτε επίσης: κουρεῖον, μπαρμπερεῖον
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρείο τα κουρεία
      γενική του κουρείου των κουρείων
    αιτιατική το κουρείο τα κουρεία
     κλητική κουρείο κουρεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουρείο ήδη τον 5ο αιώνα πκε στον Αριστοφάνη[1] < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κουρεῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουρείο ουδέτερο

  • το κατάστημα του κουρέα, εκεί που πάει ένας άντρας για να κόψει τα μαλλιά του ή να ξυριστεί

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κουρείο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.