κουρείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουρείο | τα | κουρεία |
γενική | του | κουρείου | των | κουρείων |
αιτιατική | το | κουρείο | τα | κουρεία |
κλητική | κουρείο | κουρεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουρείο ήδη τον 5ο αιώνα πκε στον Αριστοφάνη[1] < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κουρεῖον
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουρείο ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κουρείο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.