barbershop
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
barbershop | barbershops |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
barbershop (en)
- το κουρείο
- ↪ Do you shave yourself or go to the barbershop?
- Ξυρίζεσαι μόνος σου ή πας στο κουρείο;
- ↪ Do you shave yourself or go to the barbershop?