μπαρμπέρικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαρμπέρικο < μπαρμπέρης
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαρμπέρικο ουδέτερο
- το κουρείο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- στα κυπριακά: παρπερκόν, παρπερειόν
- στα ποντιακά: περπερείον
- στα μεσαιωνικά ελληνικά: μπαρμπερεῖον
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπαρμπέρικο
→ δείτε τη λέξη κουρείο |