Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κουρεύς οἱ κουρεῖς - κουρῆς*
      γενική τοῦ κουρέως τῶν κουρέων
      δοτική τῷ κουρεῖ τοῖς κουρεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κουρέ τοὺς κουρέᾱς
     κλητική ! κουρεῦ κουρεῖς - κουρῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κουρ1 ή κουρεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  κουρέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουρεύς < κείρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουρεύς, -έως αρσενικό

  1. (επάγγελμα) κουρέας
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 2, 373c
    καὶ δὴ καὶ διακόνων πλειόνων δεησόμεθα· ἢ οὐ δοκεῖ δεήσειν παιδαγωγῶν, τιτθῶν, τροφῶν, κομμωτριῶν, κουρέων, καὶ αὖ ὀψοποιῶν τε καὶ μαγείρων;
    Θα χρειαστούμε ακόμη και περισσότερους υπηρέτες ή νομίζεις πως δε θα χρειαστούν και παιδαγωγοί και παραμάνες και βυζάστρες και κομμώτριες και κουρείς και μάγεροι και παραμάγεροι;
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Νικίας, 30.2
    ὁ δὲ κουρεὺς ἀκούσας, πρὶν ἄλλους πυνθάνεσθαι, δρόμῳ συντείνας εἰς τὸ ἄστυ καὶ προσβαλὼν τοῖς ἄρχουσιν εὐθὺς κατ᾽ ἀγορὰν ἐνέβαλε τὸν λόγον.
    Όταν τα άκουσε ο κουρέας, πριν τα μάθουν και άλλοι, έτρεξε ολοταχώς στην Αθήνα, συνάντησε τους άρχοντες αμέσως και στη συνέχεια διέδωσε τα νέα στην αγορά.
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
  2. είδος πουλιού

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία