ξυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξυρίζω < ελληνιστική < αρχαία ελληνική ξυρόν
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξυρίζω
- κόβω με ξυράφι τις τρίχες από διάφορα σημεία του σώματος
- περνάω ξυστά
- (μεταφορικά) φυσώ με πολλή ένταση ψυχρό άνεμο που τρυπάει το σώμα· λέγεται για αέρα
Εκφράσεις
επεξεργασία- στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό: δεν πρέπει να βιάζεται κάποιος να εξάγει συμπεράσματα για την έκβαση μιας κατάστασης
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξυρίζω | ξύριζα | θα ξυρίζω | να ξυρίζω | ξυρίζοντας | |
β' ενικ. | ξυρίζεις | ξύριζες | θα ξυρίζεις | να ξυρίζεις | ξύριζε | |
γ' ενικ. | ξυρίζει | ξύριζε | θα ξυρίζει | να ξυρίζει | ||
α' πληθ. | ξυρίζουμε | ξυρίζαμε | θα ξυρίζουμε | να ξυρίζουμε | ||
β' πληθ. | ξυρίζετε | ξυρίζατε | θα ξυρίζετε | να ξυρίζετε | ξυρίζετε | |
γ' πληθ. | ξυρίζουν(ε) | ξύριζαν ξυρίζαν(ε) |
θα ξυρίζουν(ε) | να ξυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξύρισα | θα ξυρίσω | να ξυρίσω | ξυρίσει | ||
β' ενικ. | ξύρισες | θα ξυρίσεις | να ξυρίσεις | ξύρισε | ||
γ' ενικ. | ξύρισε | θα ξυρίσει | να ξυρίσει | |||
α' πληθ. | ξυρίσαμε | θα ξυρίσουμε | να ξυρίσουμε | |||
β' πληθ. | ξυρίσατε | θα ξυρίσετε | να ξυρίσετε | ξυρίστε | ||
γ' πληθ. | ξύρισαν ξυρίσαν(ε) |
θα ξυρίσουν(ε) | να ξυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξυρίσει | είχα ξυρίσει | θα έχω ξυρίσει | να έχω ξυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξυρίσει | είχες ξυρίσει | θα έχεις ξυρίσει | να έχεις ξυρίσει | έχε ξυρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει ξυρίσει | είχε ξυρίσει | θα έχει ξυρίσει | να έχει ξυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξυρίσει | είχαμε ξυρίσει | θα έχουμε ξυρίσει | να έχουμε ξυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξυρίσει | είχατε ξυρίσει | θα έχετε ξυρίσει | να έχετε ξυρίσει | έχετε ξυρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ξυρίσει | είχαν ξυρίσει | θα έχουν ξυρίσει | να έχουν ξυρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξυρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξυρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξυρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξυρισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξυρίζομαι | ξυριζόμουν(α) | θα ξυρίζομαι | να ξυρίζομαι | ||
β' ενικ. | ξυρίζεσαι | ξυριζόσουν(α) | θα ξυρίζεσαι | να ξυρίζεσαι | (ξυρίζου) | |
γ' ενικ. | ξυρίζεται | ξυριζόταν(ε) | θα ξυρίζεται | να ξυρίζεται | ||
α' πληθ. | ξυριζόμαστε | ξυριζόμαστε ξυριζόμασταν |
θα ξυριζόμαστε | να ξυριζόμαστε | ||
β' πληθ. | ξυρίζεστε | ξυριζόσαστε ξυριζόσασταν |
θα ξυρίζεστε | να ξυρίζεστε | (ξυρίζεστε) | |
γ' πληθ. | ξυρίζονται | ξυρίζονταν ξυριζόντουσαν |
θα ξυρίζονται | να ξυρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξυρίστηκα | θα ξυριστώ | να ξυριστώ | ξυριστεί | ||
β' ενικ. | ξυρίστηκες | θα ξυριστείς | να ξυριστείς | ξυρίσου | ||
γ' ενικ. | ξυρίστηκε | θα ξυριστεί | να ξυριστεί | |||
α' πληθ. | ξυριστήκαμε | θα ξυριστούμε | να ξυριστούμε | |||
β' πληθ. | ξυριστήκατε | θα ξυριστείτε | να ξυριστείτε | ξυριστείτε | ||
γ' πληθ. | ξυρίστηκαν ξυριστήκαν(ε) |
θα ξυριστούν(ε) | να ξυριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξυριστεί | είχα ξυριστεί | θα έχω ξυριστεί | να έχω ξυριστεί | ξυρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξυριστεί | είχες ξυριστεί | θα έχεις ξυριστεί | να έχεις ξυριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξυριστεί | είχε ξυριστεί | θα έχει ξυριστεί | να έχει ξυριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξυριστεί | είχαμε ξυριστεί | θα έχουμε ξυριστεί | να έχουμε ξυριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξυριστεί | είχατε ξυριστεί | θα έχετε ξυριστεί | να έχετε ξυριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξυριστεί | είχαν ξυριστεί | θα έχουν ξυριστεί | να έχουν ξυριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξυρισμένος - είμαστε, είστε, είναι ξυρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξυρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξυρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξυρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξυρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξυρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξυρισμένοι |