ξυραφιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξυραφιά | οι | ξυραφιές |
γενική | της | ξυραφιάς | των | ξυραφιών |
αιτιατική | την | ξυραφιά | τις | ξυραφιές |
κλητική | ξυραφιά | ξυραφιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξυραφιά < ξυράφι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξυραφιά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξυραφιά
|