ξύρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξύρισμα < μεσαιωνική ελληνική ξύρισμα< ξυρίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξύρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια που κάνουμε όταν ξυριζόμαστε
- το κόντρα ξύρισμα για μερικούς είναι πολύ επίπονο
- πήρα μια μηχανή ξυρίσματος με μπαταρία