ξυρισματάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξυρισματάκι | τα | ξυρισματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ξυρισματάκι | τα | ξυρισματάκια |
κλητική | ξυρισματάκι | ξυρισματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξυρισματάκι < υποκοριστικό του ξύρισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξυρισματάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ξύρισμα
ξυρισματάκι
|