Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shave shaves

shave (en)

  • το ξύρισμα
    ⮡  a close shave - κόντρα ξύρισμα
    ⮡  He gave him a shave.
    Τον ξύρισε.
ενεστώτας shave
γ΄ ενικό ενεστώτα shaves
αόριστος shaved
παθητική μετοχή shaved
ενεργητική μετοχή shaving

shave (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξυρίζω, ξυρίζομαι, κόβω τρίχες από το δέρμα, ειδικά το πρόσωπο, με ξυράφι
    ⮡  I shave every day.
    Ξυρίζομαι κάθε μέρα.
    ⮡  I cut myself while shaving.
    Κόπηκα ενώ ξυριζόμουνα.
    ⮡  The barber cut him while he was shaving him.
    Τον έκοψε ο κουρέας καθώς τον ξύριζε.
    ⮡  I will shave and wash up.
    Θα ξυριστώ και θα πλυθώ.
    ⮡  Do you shave yourself or go to the barbershop?
    Ξυρίζεσαι μόνος σου ή πας στο κουρείο;
    ⮡  One day he showed up with a shaved mustache.
    Μια μέρα εμφανίστηκε με ξυρισμένο το μουστάκι του.
  2. αποψιλώνω

Παράγωγα

επεξεργασία