shave off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | shave off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shaves off |
αόριστος | shaved off |
παθητική μετοχή | shaved off |
ενεργητική μετοχή | shaving off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαshave off (en)
- ξυρίζω, αφαιρώ γένια ή μουστάκι με το ξύρισμα
- ↪ He shaved off his mustache.
- Ξύρισε το μουστάκι του.
- ↪ He shaved off his mustache.
- περικόπτω, μειώνω έναν αριθμό κατά πολύ μικρό ποσό
- ↪ We could shave off prices a little.
- Θα μπορούσαμε να περικόψουμε λιγάκι τις τιμές.
- ↪ We could shave off prices a little.