ενεστώτας shave off
γ΄ ενικό ενεστώτα shaves off
αόριστος shaved off
παθητική μετοχή shaved off
ενεργητική μετοχή shaving off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
shave off < → δείτε τις λέξεις shave και off

shave off (en)

  1. ξυρίζω, αφαιρώ γένια ή μουστάκι με το ξύρισμα
    ⮡  He shaved off his mustache.
    Ξύρισε το μουστάκι του.
  2. περικόπτω, μειώνω έναν αριθμό κατά πολύ μικρό ποσό
    ⮡  We could shave off prices a little.
    Θα μπορούσαμε να περικόψουμε λιγάκι τις τιμές.