↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξυρισμένος η ξυρισμένη το ξυρισμένο
      γενική του ξυρισμένου της ξυρισμένης του ξυρισμένου
    αιτιατική τον ξυρισμένο την ξυρισμένη το ξυρισμένο
     κλητική ξυρισμένε ξυρισμένη ξυρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξυρισμένοι οι ξυρισμένες τα ξυρισμένα
      γενική των ξυρισμένων των ξυρισμένων των ξυρισμένων
    αιτιατική τους ξυρισμένους τις ξυρισμένες τα ξυρισμένα
     κλητική ξυρισμένοι ξυρισμένες ξυρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξυρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξυρίζω

ξυρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία