Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξυρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξυρισμέν
ος
η
ξυρισμέν
η
το
ξυρισμέν
ο
γενική
του
ξυρισμέν
ου
της
ξυρισμέν
ης
του
ξυρισμέν
ου
αιτιατική
τον
ξυρισμέν
ο
την
ξυρισμέν
η
το
ξυρισμέν
ο
κλητική
ξυρισμέν
ε
ξυρισμέν
η
ξυρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξυρισμέν
οι
οι
ξυρισμέν
ες
τα
ξυρισμέν
α
γενική
των
ξυρισμέν
ων
των
ξυρισμέν
ων
των
ξυρισμέν
ων
αιτιατική
τους
ξυρισμέν
ους
τις
ξυρισμέν
ες
τα
ξυρισμέν
α
κλητική
ξυρισμέν
οι
ξυρισμέν
ες
ξυρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξυρισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ξυρίζω
Μετοχή
επεξεργασία
ξυρισμένος, -η, -ο
που έχει
ξυριστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξυρισμένος