• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ξυριστικός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική ξυριστικός ξυριστική ξυριστικό
γενική ξυριστικού ξυριστικής ξυριστικού
αιτιατική ξυριστικό ξυριστική ξυριστικό
κλητική ξυριστικέ ξυριστική ξυριστικό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ξυριστικοί ξυριστικές ξυριστικά
γενική ξυριστικών ξυριστικών ξυριστικών
αιτιατική ξυριστικούς ξυριστικές ξυριστικά
κλητική ξυριστικοί ξυριστικές ξυριστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ξυριστικός < → λείπει η ετυμολογία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ξυριστικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με το ξύρισμα
  2. κατάλληλος για το ξύρισμα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ξυριστικός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ξυριστικός&oldid=3996918"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Αυγούστου 2018, στις 01:31

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Αυγούστου 2018, στις 01:31.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie