Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξυριστικός η ξυριστική το ξυριστικό
      γενική του ξυριστικού της ξυριστικής του ξυριστικού
    αιτιατική τον ξυριστικό την ξυριστική το ξυριστικό
     κλητική ξυριστικέ ξυριστική ξυριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξυριστικοί οι ξυριστικές τα ξυριστικά
      γενική των ξυριστικών των ξυριστικών των ξυριστικών
    αιτιατική τους ξυριστικούς τις ξυριστικές τα ξυριστικά
     κλητική ξυριστικοί ξυριστικές ξυριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυριστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ξυριστικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με το ξύρισμα
  2. κατάλληλος για το ξύρισμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία