Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξυριστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. η αμοιβή του κουρέα για το ξύρισμα
  2. τα εργαλεία που χρειάζονται για το ξύρισμα

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ξυριστικά