puissant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- puissant < → δείτε τη λέξη pouvoir
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | puissant | puissants |
θηλυκό | puissante | puissantes |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | puissant | puissants |
θηλυκό | puissante | puissantes |