pouvoir
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pouvoir | pouvoirs |
pouvoir (fr) αρσενικό
- η εξουσία
- le pouvoir législatif - η νομοθετική εξουσία
- le pouvoir exécutif - η εκτελεστική εξουσία
- le pouvoir judiciaire - η δικαστική εξουσία
- η εξουσιοδότηση