Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pouvoir pouvoirs

pouvoir (fr) αρσενικό

  1. η εξουσία
  2. le pouvoir législatif - η νομοθετική εξουσία
  3. le pouvoir exécutif - η εκτελεστική εξουσία
  4. le pouvoir judiciaire - η δικαστική εξουσία
  5. η εξουσιοδότηση