βαρβατότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαρβατότητα < βαρβάτος + -ότητα < (ελληνιστική κοινή) βαρβᾶτος < λατινική barbatus < barba < *farba < πρωτοϊταλική *farβā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰardʰeh₂ (γένι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαρβατότητα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βαρβατότητα
|