↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαρβαρόφωνος η βαρβαρόφωνη το βαρβαρόφωνο
      γενική του βαρβαρόφωνου της βαρβαρόφωνης του βαρβαρόφωνου
    αιτιατική τον βαρβαρόφωνο τη βαρβαρόφωνη το βαρβαρόφωνο
     κλητική βαρβαρόφωνε βαρβαρόφωνη βαρβαρόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαρβαρόφωνοι οι βαρβαρόφωνες τα βαρβαρόφωνα
      γενική των βαρβαρόφωνων των βαρβαρόφωνων των βαρβαρόφωνων
    αιτιατική τους βαρβαρόφωνους τις βαρβαρόφωνες τα βαρβαρόφωνα
     κλητική βαρβαρόφωνοι βαρβαρόφωνες βαρβαρόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαρβαρόφωνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαρβαρόφωνος < βάρβαρ(ος) + -ό- + -φωνος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vaɾ.vaˈɾo.fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαρ‐βα‐ρο‐φω‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

βαρβαρόφωνος, -η, -ο

  1. (παρωχημένο) που μιλάει ξένη γλώσσα, ξενόγλωσσος
  2. (παρωχημένο, μειωτικό) για ομιλητές που μιλούσαν ελληνικά ανάμεικτα με γλώσσες όπως αρβανίτικα ή σλαβικά
  3. (παρωχημένο, ουδέτερο, πληθυντικός,μουσικά όργανα}} → δείτε  τα βαρβαρόφωνα (καθαρεύουσα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βαρβαρόφωνος τὸ βαρβαρόφωνον
      γενική τοῦ/τῆς βαρβαροφώνου τοῦ βαρβαροφώνου
      δοτική τῷ/τῇ βαρβαροφών τῷ βαρβαροφών
    αιτιατική τὸν/τὴν βαρβαρόφωνον τὸ βαρβαρόφωνον
     κλητική ! βαρβαρόφωνε βαρβαρόφωνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βαρβαρόφωνοι τὰ βαρβαρόφων
      γενική τῶν βαρβαροφώνων τῶν βαρβαροφώνων
      δοτική τοῖς/ταῖς βαρβαροφώνοις τοῖς βαρβαροφώνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς βαρβαροφώνους τὰ βαρβαρόφων
     κλητική ! βαρβαρόφωνοι βαρβαρόφων
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βαρβαροφώνω τὼ βαρβαροφώνω
      γεν-δοτ τοῖν βαρβαροφώνοιν τοῖν βαρβαροφώνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαρβαρόφωνος < βάρβαρ(ος) + -ό- + -φωνος

  Επίθετο

επεξεργασία

βαρβαρόφωνος, -ος, -ον

  1. που μιλάει ξένη γλώσσα
  2. (μειωτικό) που μιλάει άσχημα τα ελληνικά
    ※  <βαρβαρόφωνοι> οἱ Ἠλεῖοι καὶ οἱ Κᾶρες, ὡς τραχύφωνοι καὶ ἀσαφῆ τὴν φωνὴν ἔχοντες Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Β

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις βάρβαρος και φωνή